fruiterer$30239$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

fruiterer$30239$ - translation to ολλανδικά

SELLING POINT OF FRUITS AND VEGETABLES
Greengrocers; Fruiterer; Green grocer; Green grocers; Fruiterers; Greengrocery; Produce market
  • Greengrocer's shop in [[Buenos Aires]].

fruiterer      
n. fruithandelaar

Ορισμός

fruiterer
¦ noun chiefly Brit. a retailer of fruit.
Origin
ME: from fruiter + -er1; the reason for the addition of the suffix is unclear.

Βικιπαίδεια

Greengrocer

A greengrocer is a person who owns or operates a shop selling primarily fruit and vegetables. The term may also be used to refer to a shop selling primarily produce. It is used predominantly in the United Kingdom and Australia.

In the United States, the terms produce store or produce shop are used. By the 1940s, produce sales (measured in tonnage) made at grocery stores had surpassed those made at produce stores.

While once common in the United Kingdom and Australia, the increase in popularity of supermarkets caused greengrocer shops to become rarer, though they may still be found in smaller towns and villages. Today, greengrocers can also be found in street markets, malls, and supermarket produce departments.